- φωρώμαι
- φωρῶ, -άω, ΝΜΑ [φωρά](λόγιος τ.) παθ. φωρώμαι και φωρῶμαι, -άομαια) συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω, πιάνομαι στα πράσαβ) αποδεικνύομαι ολοφάνερα δράστης αξιόμεμπτης πράξης (α. «φωράται αμαθής» β. «κακὸς ἐφωράθη φίλοις [ὤν]», Ευρ.)μσν.στρέφω τη ματιά μου σε κάποιον («μηδὲν φωρῆτε εἰς ἐμέν, ἄδικον νὰ εἰπῆτε», Χρον. Μoρ.)αρχ.1. αναζητώ τα ίχνη κλέφτη ή κλοπής, ερευνώ για την ανακάλυψη κλοπιμαίων2. συλλαμβάνω κλέφτη επ' αυτοφώρω ή ανακαλύπτω κλεμμένα αντικείμενα.
Dictionary of Greek. 2013.