φωρώμαι

φωρώμαι
φωρῶ, -άω, ΝΜΑ [φωρά]
(λόγιος τ.) παθ. φωρώμαι και φωρῶμαι, -άομαι
α) συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω, πιάνομαι στα πράσα
β) αποδεικνύομαι ολοφάνερα δράστης αξιόμεμπτης πράξης (α. «φωράται αμαθής» β. «κακὸς ἐφωράθη φίλοις [ὤν]», Ευρ.)
μσν.
στρέφω τη ματιά μου σε κάποιον («μηδὲν φωρῆτε εἰς ἐμέν, ἄδικον νὰ εἰπῆτε», Χρον. Μoρ.)
αρχ.
1. αναζητώ τα ίχνη κλέφτη ή κλοπής, ερευνώ για την ανακάλυψη κλοπιμαίων
2. συλλαμβάνω κλέφτη επ' αυτοφώρω ή ανακαλύπτω κλεμμένα αντικείμενα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωρῶμαι — φωράω search after a thief pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) φωράω search after a thief pres ind mp 1st sg φωράω search after a thief pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωρώ — άω, ΜΑ βλ. φωρώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”